- υπόταση
- (Ιατρ.). Η πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, κάτω δηλαδή από τα 10 εκ. στήλης υδράργυρου. Παρατηρείται σε άτομα που υποφέρουν από κάποια σοβαρή ασθένεια, σε καχεκτικούς, αλλά και σε φυσιολογικούς ανθρώπους μετά από σωματική ή διανοητική υπερκόπωση. Εμφανίζεται ακόμα σε περιπτώσεις αιμορραγίας ή σοβαρής καρδιοπάθειας, καθώς και σε χρόνια επινεφριδική ανεπάρκεια (νόσος του Άντισον).
Υ. ελεγχόμενη. Υ. που προκαλείται τεχνητά και ελέγχεται στη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων, ώστε να ελαττωθεί η αιμορραγία του χειρουργικού πεδίου. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται στη νευροχειρουργική, τη χειρουργική των πνευμόνων και της καρδιάς.
Υ. ενδοκρανιακή. Η ελάττωση της πίεσης που ασκείται από το εγκεφαλονωτιαίο υγρό στις κοιλιές του εγκέφαλου.
Υ. ορθοστατική. Υ. που εμφανίζεται μόνο κατά την όρθια στάση, ένεκα της υποτονίας των αγγείων.
* * *η / ὑπότασις, -άσεως, ΝΑνεοελλ.ιατρ. πτώση τής αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, λόγω είτε τής μείωσης τού όγκου τού αίματος είτε τής αύξησης τής χωρητικότητας τών αιμοφόρων αγγείων, φαινόμενο που, μολονότι αυτό καθ' εαυτό δεν αποτελεί ένδειξη κακής υγείας, συνοδεύει συχνά διάφορες παθολογικές καταστάσεις2. φρ. α) «ελεγχόμενη υπόταση»ιατρ. προκλητή υπόταση κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων για να μειωθεί η αιμορραγία στο χειρουργικό πεδίοβ) «ενδοκρανιακή υπόταση»ιατρ. ελάττωση τής πίεσης που ασκεί το εγκεφαλονωτιαίο υγρό στις κοιλίες τού εγκεφάλουγ) «ορθοστατική υπόταση»ιατρ. υπόταση που εμφανίζεται συνήθως κατά την ανόρθωση, ύστερα από κατάκλιση, και προέρχεται από ανεπάρκεια τού φυτικού νευρικού συστήματοςαρχ.1. το να είναι κάτι τεταμένο, τεντωμένο κάτω από κάτι άλλο («ὑπότασις ξύλου» — τοποθέτηση νάρθηκα κάτω από σημείο που έχει υποστεί κάταγμα, Ιπποκρ.)2. φρ. «πεδίων ὑποτάσεις» — οι πεδιάδες που απλώνονται εκεί κάτω (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτείνω. Ως όρος τής νεοελλ. η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypotension].
Dictionary of Greek. 2013.